Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
......................
https://tetradia.blogspot.com/2018/02/Tasos-Leivaditis-Periplaniseis.html
Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να
ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη
τη μέρα χαρίζουν τ' όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχιζα έναν
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ' έκανε ν' απορώ είναι
που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το
κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
Κι ίσως αυτό να 'γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου
χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την
ηλικία μου
ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν' αποχαιρετάει κάποιον που
μόλις έφυγε —
ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου 'λεγε η μητέρα κι έκλαιγε
«κι όμως, μητέρα — μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα
πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα
κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να 'χαμε συγχωρεθεί για όλα
ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο
να παίζει
κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να 'ρχονταν. απ’ το βάθος ενός
ονείρου
ή μιας άλλης ζωής
που πήγαινα; τι γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;
Αλλά τι σημασία έχει;
αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη
μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ' ένα
μοναχικό απόγευμα
και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν
έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα,
πότε τα ξαναζήσαμε; που;
Ίσως γι' αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ
αφήνεις έξω από την πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί.